- ευδειπνος
- εὔδειπνοςεὔ-δειπνος21) получающий богатую погребальную жертву
εὔδειπνα ἔμπυρα Aesch. — пышная тризна
2) (о трапезе) богатый, пышный, роскошный(δαῖτες Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εὔδειπνα ἔμπυρα Aesch. — пышная тризна
(δαῖτες Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εύδειπνος — εὔδειπνος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο δείπνο («εὔδειπνοι δαῑτες», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔδειπνα συμπόσιο προς τιμήν τών νεκρών 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔδειπνοι οι νεκροί προς τιμήν τών οποίων παρατίθεται… … Dictionary of Greek
εὔδειπνον — εὔδειπνος with goodly feasts masc/fem acc sg εὔδειπνος with goodly feasts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδείπνοις — εὔδειπνος with goodly feasts masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδείπνους — εὔδειπνος with goodly feasts masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔδειπνοι — εὔδειπνος with goodly feasts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
ευδειπνία — εὐδειπνία, ἡ (Α) [εύδειπνος] δείπνο προς τιμήν τών νεκρών … Dictionary of Greek