ευδειπνος

ευδειπνος
    εὔδειπνος
    εὔ-δειπνος
    2
    1) получающий богатую погребальную жертву
    

εὔδειπνα ἔμπυρα Aesch. — пышная тризна

    2) (о трапезе) богатый, пышный, роскошный
    

(δαῖτες Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ευδειπνος" в других словарях:

  • εύδειπνος — εὔδειπνος, ον (Α) 1. αυτός που παρέχει πλουσιοπάροχο δείπνο («εὔδειπνοι δαῑτες», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὔδειπνα συμπόσιο προς τιμήν τών νεκρών 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔδειπνοι οι νεκροί προς τιμήν τών οποίων παρατίθεται… …   Dictionary of Greek

  • εὔδειπνον — εὔδειπνος with goodly feasts masc/fem acc sg εὔδειπνος with goodly feasts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδείπνοις — εὔδειπνος with goodly feasts masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδείπνους — εὔδειπνος with goodly feasts masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔδειπνοι — εὔδειπνος with goodly feasts masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

  • ευδειπνία — εὐδειπνία, ἡ (Α) [εύδειπνος] δείπνο προς τιμήν τών νεκρών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»